Οικονόμου, Μιχαήλ

Οικονόμου, Μιχαήλ
(1798 – 1879). Λόγιος και απομνημονευματογράφος. Σπούδασε στη Δημητσάνα και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Βλαχία το 1815, καθώς και στο περίφημο γυμνάσιο της Χίου το 1819. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, βοήθησε στη συγκέντρωση πολεμοφοδίων και αργότερα προσλήφθηκε ως γραμματέας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, τον οποίο ακολούθησε στις περισσότερες πολεμικές επιχειρήσεις. Μετά την εθνοσυνέλευση στο Άστρος διορίστηκε γραμματέας του κλάδου των στρατιωτικών και των ναυτικών. Διετέλεσε πρώτος γραμματέας του στρατοπέδου του Μεσσηνιακού κόλπου, προσωρινός γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών και στα χρόνια του Καποδίστρια διορίστηκε συγγραματέας της Γερουσίας. Την εποχή του Όθωνα διετέλεσε γραμματέας νομαρχίας. Το 1835 ακολούθησε τον δικαστικό κλάδο και έφτασε μέχρι τον βαθμό του εφέτη. Έγραψε απομνημονεύματα με τον τίτλο Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο ιερός των Ελλήνων αγών, που εκδόθηκαν το 1873.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Οικονόμου — Επώνυμο Ελλήνων ζωγράφων. 1. Αριστείδης (Βιέννη 1823 – Αθήνα 1887). Σπούδασε ζωγραφική στη Βενετία και στην Αθήνα. Έζησε και εργάστηκε στη Βιέννη, εκτός από τα τελευταία χρόνια της ζωής του που τα πέρασε στην Αθήνα. Ανήκει στους πρώτους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Αφεντούλιεφ ή Αφεντούλης, Μιχαήλ — Διοικητής της Κρήτης στην Επανάσταση του 1821. Γεννήθηκε στη Νίζνα της Ρωσίας από Έλληνες γονείς. Όταν ο Δ. Υψηλάντης έδωσε εντολή στον Αλέξανδρο Κατακουζηνό να παραλάβει με άλλους αξιωματικούς το φρούριο της Μονεμβασιάς, τον συνόδευσε και ο Α. Ο …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Liste bekannter Neogräzisten — Diese Liste bekannter Neogräzisten erfasst bekannte Vertreter der Neogräzistik, die für dieses Fach habilitiert wurden, als Autoren wissenschaftlich relevant sind oder sonst bedeutende wissenschaftliche Beiträge zur Neogräzistik geleistet haben.… …   Deutsch Wikipedia

  • αλφαβητάριο — Εγχειρίδιο για τη διδασκαλία της ανάγνωσης και της γραφής στα παιδιά. Επειδή το α. αποτελεί το πρώτο στοιχειώδες πνευματικό βοήθημα του παιδιού και συγχρόνως ένα από τα πρώτα μέσα αισθητικής αγωγής του, γι’ αυτό η συγγραφή του θα πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • Οικονόμος, Νεόφυτος — (1795 – 1833). Κρητικός ιερομόναχος και αγωνιστής της Επανάστασης. Μετά το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο προϊστάμενος του εκεί Σιναϊτικού μετοχιού, επειδή εκτίμησε το σπινθηροβόλο πνεύμα του και την… …   Dictionary of Greek

  • Παρασκευοπούλου, Ευαγγελία — (Κωνσταντινούπολη 1865 – Αθήνα 1938). Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου. Μεγάλωσε με τις αδελφές της σε ορφανοτροφείο. Ανέβηκε στη σκηνή το 1879, στη Χίο, κι έπειτα στην Πόλη (με το ψευδώνυμο Ξανθοπούλου· το πατρικό της όνομα ήταν Σκορδίλη),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”